- σατυρικήν
- σατυρικόςsuiting a Satyrfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σατυρικήν — Σατυρικός suiting a Satyr fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… … Dictionary of Greek